πασαδούρος

πασαδούρος
ο
ναυτ. κοινή ονομασία για κάθε σχοινί που βρίσκεται κάτω από τις σταυρωτές κεραίες ιστιοφόρου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάσα + αρχ. δούρος «δοκάρι πλοίου» (πρβλ. δόρυ, δούρατος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεσκαδούρος — ο, Ν ναυτ. ο μασχαλιστήρας, το σύσπαστο τού οποίου ο τροχίλος έχει αρπάγη για τη στερέωση τής άγκυρας τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pascatore, πιθ. κατά το πασαδούρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”